- προσκιγκλίζομαι
- Ακουνώ τη μέση μου μπροστά σε κάποιον, κουνιέμαι, κάνω τσακίσματα, λυγίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κιγκλίζω (Ι) «κουνώ την ουρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτεκιγκλίζευ — προσκιγκλίζομαι wag one s tail imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτεκιγκλίζευ — Α φρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ.… … Dictionary of Greek
ποτικιγκλίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσκιγκλίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κιγκλίζω «κουνώ την ουρά»] … Dictionary of Greek